- εὐχαριστηρίως
- εὐχαριστήριοςexpressive of gratitudeadverbialεὐχαριστήριοςexpressive of gratitudemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχαριστήριος — α, ο (ΑΜ εὐχαριστήριος, ον [ευχαριστώ] 1. αυτός που εκφράζει ευχαριστίες, που ανήκει στην ευχαριστία, που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ευχαριστήριο(ν) λόγος ή ευχή σε ένδειξη ευχαριστίας, ύμνος ευχαριστίας,… … Dictionary of Greek